νεράντζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεράντζι | τα | νεράντζια |
γενική | του | νεραντζιού | των | νεραντζιών |
αιτιατική | το | νεράντζι | τα | νεράντζια |
κλητική | νεράντζι | νεράντζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεράντζι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεράντζι(ον) < βενετική naranza (πικρό πορτοκάλι) < αραβική نارنج (nāranj) [1]< περσική نارنگ (nārang) < σανσκριτική नारङ्ग (nāraṅga, πορτοκαλιά)

Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈɾan.d͡zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρά‐ντζι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεράντζι ουδέτερο
- (φρούτο) καρπός της νεραντζιάς
- (γαστρονομία) γλυκό του κουταλιού με κύριο συστατικό το νεράντζι
- ※ Ήρθε ωστόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφέςˈ' (Αργύρης Εφταλιώτης, Τ' όμορφο το χωριό)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αγριονεραντζιά / αγριονερατζιά
- νεραντζάκι / νερατζάκι
- νεραντζιά / νερατζιά
- Νεραντζιώτισσα / Νερατζιώτισσα
- νεραντζούλα / νερατζούλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεράντζι
[επεξεργασία]
- ↑ νεράντζιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)