νεραϊδογεννημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεραϊδογεννημένος < νεράιδ(α) + -ο- + γεννημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γεννάω / γεννώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.ɾai̯.ðo.ʝe.niˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ραϊ‐δο‐γεν‐νη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
νεραϊδογεννημένος (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που τον γέννησε νεράιδα
- (συνεκδοχικά) πολύ όμορφος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεραϊδογεννημένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές σύνθετες χωρίς ρήμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)