νεραϊδοπαίρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νεραϊδοπαίρνω (παθητική φωνή: νεραϊδοπαίρνομαι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεραϊδοπαίρνω
|
νεραϊδοπαίρνω (παθητική φωνή: νεραϊδοπαίρνομαι)
|