νεραϊδοπαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεραϊδοπαρμένος < νεράιδ(α) + -ο- + παρμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου νεραϊδοπαίρνω
Μετοχή[επεξεργασία]
νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο
- που πάσχει από ψυχική νόσο, εμφανίζει παράλογη συμπεριφορά ή έχει χάσει την ακοή του ή τη λαλιά του
- (μεταφορικά) αιθεροβάμων και στον κόσμο του, άτομο που δεν έχει σαφή επίγνωση του περιβάλλοντός του ούτε επικοινωνεί πλήρως με αυτό χωρίς να έχει επίγνωση γι' αυτό κι εμφανίζει παράλογη ή παράδοξη συμπεριφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεραϊδοπαρμένος