Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεροποντή

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεροποντή οι νεροποντές
      γενική της νεροποντής των νεροποντών
    αιτιατική τη νεροποντή τις νεροποντές
     κλητική νεροποντή νεροποντές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεροποντή < νερο- + ποντίζω + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.ɾo.ponˈdi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεροποντή θηλυκό

  1. βροχή που πέφτει με δύναμη και έχει διάρκεια
  2. (κατ’ επέκταση) το υδάτινο ρεύμα που σχηματίζεται από τα νερά μιας νεροποντής και κυλάει ορμητικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]