νεροποντή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεροποντή < νερο- + ποντίζω + -ή (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.ɾo.ponˈdi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεροποντή θηλυκό
- βροχή που πέφτει με δύναμη και έχει διάρκεια
- (κατ' επέκταση) το υδάτινο ρεύμα που σχηματίζεται από τα νερά μιας νεροποντής και κυλάει ορμητικά
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεροποντή
[επεξεργασία]
- ↑ «νεροποντή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.