νεροτριβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεροτριβή < νερο- + αρχαία ελληνική τριβή[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.ɾo.tɾiˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρο‐τρι‐βή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεροτριβή θηλυκό
- διάταξη που περιλαμβάνει σύστημα με το οποίο τρεχούμενο νερό πέφτει από ύψος και λεκάνη στην οποία συντελείται περιδίνηση του νερού, ώστε να μπορούν να κατεργαστούν ή να πλυθούν υφάσματα, χαλιά κ.λπ.
- (κατ’ επέκταση) ο τόπος που βρίσκεται η παραπάνω διάταξη
- τρόπος κατεργασίας χοντρών, κυρίως μάλλινων, υφασμάτων, με τη χρήση της δύναμης του νερού που πέφτει από ύψος, ώστε να αποκτήσουν την επιθυμητή απαλότητα και υφή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεροτριβή
|
[επεξεργασία]
- ↑ νεροτριβή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.