νερόβραστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νερόβραστος
- (κυριολεκτικά) που έχει βράσει σε νερό, χωρίς λάδι
- (κατ' επέκταση) άνοστος
- (μεταφορικά) για άνθρωπο χωρίς ενεργητικότητα, ζωντάνια, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον
[επεξεργασία]
- νερόβραστα
- → δείτε τις λέξεις νερό και βράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νερόβραστος