νερόκοτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νερόκοτα | οι | νερόκοτες |
γενική | της | νερόκοτας | — | |
αιτιατική | τη | νερόκοτα | τις | νερόκοτες |
κλητική | νερόκοτα | νερόκοτες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈɾo.ko.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρό‐κο‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νερόκοτα θηλυκό
- (πτηνό) υδρόβιο πτηνό (όπως το είδος Gallinula chloropus) της οικογένειας Rallidae (πουλάδες) με μήκος 30‑40 εκατοστά και βάρος γύρω στα 300 γραμμάρια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νερό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)