νερόκρασο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νερόκρασο ουδέτερο
- νερωμένο κρασί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νερόκρασο
|
νερόκρασο ουδέτερο
|