νερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νερώνω < νερ(ό) + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /neˈɾo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

νερώνω (παθητική φωνή: νερώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]