νευροανάδραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροανάδραση | οι | νευροαναδράσεις |
γενική | της | νευροανάδρασης | των | νευροαναδράσεων |
αιτιατική | τη | νευροανάδραση | τις | νευροαναδράσεις |
κλητική | νευροανάδραση | νευροαναδράσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροανάδραση < νευρο- + ανάδραση, απόδοση για την αγγλική neurofeedback
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευροανάδραση θηλυκό
- (νευρολογία) θεραπεία, μηχανισμός κατά τον οποίο ο ασθενής παρακολουθεί την απεικόνιση της εγκεφαλικής δραστηριότητάς του σε ειδικό όργανο (όπως μία οθόνη), και μαθαίνει να αυξομειώνει την αιμάτωση του εγκεφάλου του σε οποιοδήποτε τμήμα επιθυμεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- NFB (αγγλική συντομογραφία)
- neurofeedback στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροανάδραση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νευρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νευρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)