νευρογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευρογνωσία | οι | νευρογνωσίες |
γενική | της | νευρογνωσίας | των | νευρογνωσιών |
αιτιατική | τη | νευρογνωσία | τις | νευρογνωσίες |
κλητική | νευρογνωσία | νευρογνωσίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρογνωσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευρογνωσία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευρογνωσία
|