νευροκαβαλίκεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευροκαβαλίκεμα τα νευροκαβαλικέματα
      γενική του νευροκαβαλικέματος των νευροκαβαλικεμάτων
    αιτιατική το νευροκαβαλίκεμα τα νευροκαβαλικέματα
     κλητική νευροκαβαλίκεμα νευροκαβαλικέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νευροκαβαλίκεμα < νεύρο + -ο- + καβαλίκεμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.vɾo.ka.vaˈli.ke.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νευροκαβαλίκεμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]