νευρολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névrologique < névrologie < αρχαία ελληνική νεῦρον + λέγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.vɾo.lo.ʝiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
νευρολογικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την νευρολογία ή τον νευρολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νευρολογικά
- → δείτε τις λέξεις νευρολογία, νεύρο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευρολογικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)