νευρώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νευρώδης | η | νευρώδης | το | νευρώδες |
γενική | του | νευρώδους | της | νευρώδους | του | νευρώδους |
αιτιατική | τον | νευρώδη | τη | νευρώδη | το | νευρώδες |
κλητική | νευρώδη(ς) | νευρώδης | νευρώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νευρώδεις | οι | νευρώδεις | τα | νευρώδη |
γενική | των | νευρωδών | των | νευρωδών | των | νευρωδών |
αιτιατική | τους | νευρώδεις | τις | νευρώδεις | τα | νευρώδη |
κλητική | νευρώδεις | νευρώδεις | νευρώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νευρώδης (ισχυρός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈvro.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρώ‐δης
Επίθετο[επεξεργασία]
νευρώδης
- που εμφανίζεται πολύ ζωηρός και με μεγάλη ζωτικότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νεύρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευρώδης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νευρώδης,-ης, -ες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νευρώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)