νευρών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νεῦρον, νευρῶν, νεύρων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νευρών οἱ νευρῶνες
      γενική τοῦ νευρῶνος τῶν νευρώνων
      δοτική τῷ νευρῶνι τοῖς νευρῶσι(ν)
    αιτιατική τὸν νευρῶνα τοὺς νευρῶνας
     κλητική ! νευρών νευρῶνες
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νευρών < γαλλική neuron < αρχαία ελληνική νεῦρον[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νευρών αρσενικό (καθαρεύουσα)

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]