νεφάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφάριος η νεφάρια το νεφάριο
      γενική του νεφάριου της νεφάριας του νεφάριου
    αιτιατική τον νεφάριο τη νεφάρια το νεφάριο
     κλητική νεφάριε νεφάρια νεφάριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφάριοι οι νεφάριες τα νεφάρια
      γενική των νεφάριων των νεφάριων των νεφάριων
    αιτιατική τους νεφάριους τις νεφάριες τα νεφάρια
     κλητική νεφάριοι νεφάριες νεφάρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεφάριος < λατινική nefarius

Επίθετο[επεξεργασία]

νεφάριος, -α, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]