νεφελοσκέπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφελοσκέπαστος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.fe.loˈsce.pa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐φε‐λο‐σκέ‐πα‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεφελοσκέπαστος, -η, -ο
- σκεπασμένος με σύννεφα [1]
- ≈ συνώνυμα: νεφελοσκεπής νεφοσκεπής, συννεφοσκέπαστος, συννεφοσκεπασμένος, συγνεφοσκεπασμένος [2]
- → και δείτε συννεφιασμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφελοσκέπαστος
→ δείτε τη λέξη νεφοσκεπής |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ νεφελοσκεπής (& νεφελοσκέπαστος) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ -νεφοσκεπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)