Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεφελοσκεπής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφελοσκεπής η νεφελοσκεπής το νεφελοσκεπές
      γενική του νεφελοσκεπούς* της νεφελοσκεπούς του νεφελοσκεπούς
    αιτιατική τον νεφελοσκεπή τη νεφελοσκεπή το νεφελοσκεπές
     κλητική νεφελοσκεπή(ς) νεφελοσκεπής νεφελοσκεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφελοσκεπείς οι νεφελοσκεπείς τα νεφελοσκεπή
      γενική των νεφελοσκεπών των νεφελοσκεπών των νεφελοσκεπών
    αιτιατική τους νεφελοσκεπείς τις νεφελοσκεπείς τα νεφελοσκεπή
     κλητική νεφελοσκεπείς νεφελοσκεπείς νεφελοσκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεφελοσκεπής < νεφέλη + -σκεπής

Επίθετο

[επεξεργασία]

νεφελοσκεπής, -ής, -ές

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]