νεφοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεφοσκόπιο | τα | νεφοσκόπια |
γενική | του | νεφοσκόπιου & νεφοσκοπίου |
των | νεφοσκόπιων & νεφοσκοπίων |
αιτιατική | το | νεφοσκόπιο | τα | νεφοσκόπια |
κλητική | νεφοσκόπιο | νεφοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφοσκόπιο ουδέτερο
- ειδικό μετεωρολογικό όργανο με το οποίο γίνονται ειδικές παρατηρήσεις στα σύννεφα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφοσκόπιο
|