νεφροουρητηρεκτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφροουρητηρεκτομή οι νεφροουρητηρεκτομές
      γενική της νεφροουρητηρεκτομής των νεφροουρητηρεκτομών
    αιτιατική τη νεφροουρητηρεκτομή τις νεφροουρητηρεκτομές
     κλητική νεφροουρητηρεκτομή νεφροουρητηρεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεφροουρητηρεκτομή < νεφρο + ουρητηρ(ας) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεφροουρητηρεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση νεφρού και ουρητήρα ταυτόχρονα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]