Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεφρό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεφρό τα νεφρά
      γενική του νεφρού των νεφρών
    αιτιατική το νεφρό τα νεφρά
     κλητική νεφρό νεφρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τα νεφρά του ανθρώπινου σώματος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεφρό < μεσαιωνική ελληνική νεφρά < αρχαία ελληνική νεφρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεφρό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • μου πέσανε τα νεφρά: λέγεται όταν έχουμε κουβαλήσει κάτι πολύ βαρύ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]