νεφρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεφρός οι νεφροί
      γενική του νεφρού των νεφρών
    αιτιατική τον νεφρό τους νεφρούς
     κλητική νεφρέ νεφροί
Πληθυντικός και όπως στο ουδέτερο γένος: νεφρά
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οι νεφροί του ανθρώπινου σώματος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεφρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφρός.[1] Συγκρίνετε με το ουδέτερο νεφρό.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /neˈfɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐φρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεφρός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεφρός οἱ νεφροί
      γενική τοῦ νεφροῦ τῶν νεφρῶν
      δοτική τῷ νεφρ τοῖς νεφροῖς
    αιτιατική τὸν νεφρόν τοὺς νεφρούς
     κλητική ! νεφρέ νεφροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεφρώ
γεν-δοτ τοῖν  νεφροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεφρός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεφρός, -οῦ αρσενικό

  1. (ανατομία) νεφρός
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De natura ossium, 4, @scaife.perseus
    Αὗται δὲ αἱ φλέβες ἐφ’ ἑκάτερα διχῇ τὰ μέγιστα σχίζονται, τὰ μὲν ἔνθεν τοῦ νεφροῦ ἑκατέρου, τὰ δὲ ἔνθεν, καὶ διατέτρηνται ἐς τοὺς νεφρούς. Καὶ εἶδος καρδίης οἱ νεφροὶ ἔχουσι· καὶ οὗτοι κοιλιώδεες·
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 91a (91a-91b) @scaife.perseus
    τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον, ᾗ διὰ τοῦ πλεύμονος τὸ πῶμα ὑπὸ τοὺς νεφροὺς εἰς τὴν κύστιν ἐλθὸν καὶ τῷ πνεύματι θλιφθὲν συνεκπέμπει δεχομένη, συνέτρησαν εἰς τὸν ἐκ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὸν αὐχένα καὶ διὰ τῆς ῥάχεως μυελὸν συμπεπηγότα, ὃν δὴ σπέρμα ἐν τοῖς πρόσθεν λόγοις εἴπομεν·
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1280 (1279-1280)
    ἐγὼ μὲν οὖν εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι· | ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
    Απ᾽ τους πολλούς αγώνες τα νεφρά μου | πρήστηκαν· πρέπει στο λουτρό να πάω.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. (στη μαγειρική κατ' ευφημισμόν) οι όρχεις
  3. (μεταφορικά) η έδρα των επιθυμιών και των διαθέσεων
    ※  3ος/2ος↑ αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιερεμίας, 11.20, @scaife.perseus
    Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐξ αὐτῶν, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὸ δικαίωμά μου.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]