νεωδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεωδόχος | οι | νεωδόχοι |
γενική | της | νεωδόχου | των | νεωδόχων |
αιτιατική | τη | νεωδόχο | τις | νεωδόχους |
κλητική | νεωδόχε | νεωδόχοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεωδόχος (μαρτυρείται από το 1858)[1] < νεω- (< αρχαία ελληνική ναῦς) + -δόχος (< αρχαία ελληνική δέχομαι) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dock
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεωδόχος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το ντοκ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεωδόχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)