νεωκορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεωκορία οι νεωκορίες
      γενική της νεωκορίας των νεωκοριών
    αιτιατική τη νεωκορία τις νεωκορίες
     κλητική νεωκορία νεωκορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεωκορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεωκορία < αρχαία ελληνική νεωκόρος < → δείτε νεω- (< ναός) & κορέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.o.koˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ω‐κο‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεωκορία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • νεωκόρος (& νεωκωρία) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεωκορί αἱ νεωκορίαι
      γενική τῆς νεωκορίᾱς τῶν νεωκοριῶν
      δοτική τῇ νεωκορί ταῖς νεωκορίαις
    αιτιατική τὴν νεωκορίᾱν τὰς νεωκορίᾱς
     κλητική ! νεωκορί νεωκορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεωκορί
γεν-δοτ τοῖν  νεωκορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεωκορία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νεωκόρ(ος) + -ία < νεω- (< ναός) & κορέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεωκορία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]