νεωκόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νεωκόρος οι νεωκόροι
      γενική του/της νεωκόρου των νεωκόρων
    αιτιατική τον/τη νεωκόρο τους/τις νεωκόρους
     κλητική νεωκόρε νεωκόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεωκόρος < νεώςναός) + κόροςκούρος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεωκόρος αρσενικό ή θηλυκό, νεωκόρισσα θηλυκό

  • (επάγγελμα) λαϊκός που έχει την ευθύνη για την καθαριότητα, την τάξη, την ασφάλεια και την λειτουργική ετοιμότητα ενός Ιερού Ναού

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεωκόρος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]