νεωλκείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεωλκείο | τα | νεωλκεία |
γενική | του | νεωλκείου | των | νεωλκείων |
αιτιατική | το | νεωλκείο | τα | νεωλκεία |
κλητική | νεωλκείο | νεωλκεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεωλκείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νεωλκεῖον < αρχαία ελληνική νεωλκ(ός) + -εῖον > -είο.
- στην ελληνιστική κοινή: νεώλκιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.olˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ωλ‐κεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεωλκείο ουδέτερο
- (επίσημο, ναυπηγικός όρος) επικλινής κατασκευή ή ανάλογη διαμόρφωση της ακτής ή του λιμανιού όπου στηρίζεται και γλιστράει ειδική ναυπηγική σχάρα πάνω στην οποία κατασκευάζονται, επισκευάζονται, βάφονται ή καθαρίζονται πλοία ή σκάφη
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε το αρχαίο ναῦς (γενική νεώς) & ἕλκω (έλκω)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεωλκείο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)