νεωλκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεωλκώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεωλκῶ, συνηρημένος τύπος του νεωλκέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.olˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ωλ‐κώ
Ρήμα[επεξεργασία]
νεωλκώ, -είς, πρτ.: νεωλκούσα, αόρ.: νεώλκησα, παθ.φωνή: νεωλκούμαι, π.αόρ.: νεωλκήθηκα, μτχ.π.π.: νεωλκημένος [1]
- (λόγιο, ναυτικός όρος) σύρω, ανελκύω πλοίο στην ξηρά, όπως για επισκευές στο νεώλκιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις νεω- και έλκω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νεωλκώ | νεωλκούσα | θα νεωλκώ | να νεωλκώ | νεωλκώντας | |
β' ενικ. | νεωλκείς | νεωλκούσες | θα νεωλκείς | να νεωλκείς | ||
γ' ενικ. | νεωλκεί | νεωλκούσε | θα νεωλκεί | να νεωλκεί | ||
α' πληθ. | νεωλκούμε | νεωλκούσαμε | θα νεωλκούμε | να νεωλκούμε | ||
β' πληθ. | νεωλκείτε | νεωλκούσατε | θα νεωλκείτε | να νεωλκείτε | νεωλκείτε | |
γ' πληθ. | νεωλκούν(ε) | νεωλκούσαν(ε) | θα νεωλκούν(ε) | να νεωλκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νεώλκησα | θα νεωλκήσω | να νεωλκήσω | νεωλκήσει | ||
β' ενικ. | νεώλκησες | θα νεωλκήσεις | να νεωλκήσεις | νεώλκησε | ||
γ' ενικ. | νεώλκησε | θα νεωλκήσει | να νεωλκήσει | |||
α' πληθ. | νεωλκήσαμε | θα νεωλκήσουμε | να νεωλκήσουμε | |||
β' πληθ. | νεωλκήσατε | θα νεωλκήσετε | να νεωλκήσετε | νεωλκήστε | ||
γ' πληθ. | νεώλκησαν νεωλκήσαν(ε) |
θα νεωλκήσουν(ε) | να νεωλκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νεωλκήσει | είχα νεωλκήσει | θα έχω νεωλκήσει | να έχω νεωλκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις νεωλκήσει | είχες νεωλκήσει | θα έχεις νεωλκήσει | να έχεις νεωλκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει νεωλκήσει | είχε νεωλκήσει | θα έχει νεωλκήσει | να έχει νεωλκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νεωλκήσει | είχαμε νεωλκήσει | θα έχουμε νεωλκήσει | να έχουμε νεωλκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε νεωλκήσει | είχατε νεωλκήσει | θα έχετε νεωλκήσει | να έχετε νεωλκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νεωλκήσει | είχαν νεωλκήσει | θα έχουν νεωλκήσει | να έχουν νεωλκήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νεωλκούμαι | νεωλκούμουν | θα νεωλκούμαι | να νεωλκούμαι | ||
β' ενικ. | νεωλκείσαι | νεωλκούσουν | θα νεωλκείσαι | να νεωλκείσαι | ||
γ' ενικ. | νεωλκείται | νεωλκούνταν | θα νεωλκείται | να νεωλκείται | ||
α' πληθ. | νεωλκούμαστε | νεωλκούμασταν νεωλκούμαστε |
θα νεωλκούμαστε | να νεωλκούμαστε | ||
β' πληθ. | νεωλκείστε | νεωλκούσασταν νεωλκούσαστε |
θα νεωλκείστε | να νεωλκείστε | νεωλκείστε | |
γ' πληθ. | νεωλκούνται | νεωλκούνταν | θα νεωλκούνται | να νεωλκούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νεωλκήθηκα | θα νεωλκηθώ | να νεωλκηθώ | νεωλκηθεί | ||
β' ενικ. | νεωλκήθηκες | θα νεωλκηθείς | να νεωλκηθείς | νεωλκήσου | ||
γ' ενικ. | νεωλκήθηκε | θα νεωλκηθεί | να νεωλκηθεί | |||
α' πληθ. | νεωλκηθήκαμε | θα νεωλκηθούμε | να νεωλκηθούμε | |||
β' πληθ. | νεωλκηθήκατε | θα νεωλκηθείτε | να νεωλκηθείτε | νεωλκηθείτε | ||
γ' πληθ. | νεωλκήθηκαν νεωλκηθήκαν(ε) |
θα νεωλκηθούν(ε) | να νεωλκηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νεωλκηθεί | είχα νεωλκηθεί | θα έχω νεωλκηθεί | να έχω νεωλκηθεί | νεωλκημένος | |
β' ενικ. | έχεις νεωλκηθεί | είχες νεωλκηθεί | θα έχεις νεωλκηθεί | να έχεις νεωλκηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει νεωλκηθεί | είχε νεωλκηθεί | θα έχει νεωλκηθεί | να έχει νεωλκηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νεωλκηθεί | είχαμε νεωλκηθεί | θα έχουμε νεωλκηθεί | να έχουμε νεωλκηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε νεωλκηθεί | είχατε νεωλκηθεί | θα έχετε νεωλκηθεί | να έχετε νεωλκηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νεωλκηθεί | είχαν νεωλκηθεί | θα έχουν νεωλκηθεί | να έχουν νεωλκηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι νεωλκημένος - είμαστε, είστε, είναι νεωλκημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν νεωλκημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν νεωλκημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι νεωλκημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι νεωλκημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι νεωλκημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι νεωλκημένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεωλκώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)