νεόκτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεόκτιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεόκτιστος. Συγχρονικά αναλύεται σε νεό- + κτιστός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈo.kti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ό‐κτι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεόκτιστος, -η, -ο
- που έχει χτιστεί πρόσφατα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- νεόδμητος (επίσημο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεόκτιστος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)