νεόπτωχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈo.pto.xs/
Επίθετο[επεξεργασία]
νεόπτωχος -η -ο
- που πρόσφατα, ξαφνικά και παρ' ελπίδα έγινε φτωχός
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεόπτωχος
|