νεύρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεύρο | τα | νεύρα |
γενική | του | νεύρου | των | νεύρων |
αιτιατική | το | νεύρο | τα | νεύρα |
κλητική | νεύρο | νεύρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεύρο < αρχαία ελληνική νεῦρον (τένοντας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεύρο ουδέτερο
- (ανατομία) λεπτός και επιμήκης κυλινδρικός ιστός που συνδέει τον εγκέφαλο με τα όργανα του σώματος, μεταφέροντας από αυτά τα ερεθίσματα που δέχονται και, αντίστροφα, μεταφέροντας προς αυτά τις εντολές που δίνει εγκέφαλος
- ο τένοντας
- λεπτές ίνες που διατρέχουν τα φύλλα και τους καρπούς των φυτών
- (μεταφορικά) η ζωτική δύναμη, η ζωντάνια
- περπατούσε ζωηρά, με νεύρο
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) η κατάσταση που βιώνει κανείς όταν είναι εκνευρισμένος
- σήμερα είμαι όλο νεύρα και δεν ξέρω τι μου φταίει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με χτυπάει στα νεύρα, μου δίνει στα νεύρα → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- τα νεύρα μου τσατάλια (ή κρόσσια): νευρίασα πολύ, μου έσπασε τα νεύρα, με τσάτισε
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- απονευρωμένος
- απονεύρωση
- απονευρωτικός
- εκνευρίζω & συγγενικά
- νευρ-
- νευραλγία
- νευραλγικός
- νευράξονας
- νευρασθένεια
- νευρασθενής
- νευρασθενικός
- νευρο-
- νευρογλωσσολογία
- νευροδιαβιβαστής
- νευροκαβαλίκεμα
- νευροληπτικός
- νευρολογία
- νευρολογικός
- νευρολόγος
- νευρομυϊκός
- νευροπάθεια
- νευροπαθής
- νευροπαθολογία
- νευροπαθολογικός
- νευροπληξία
- νευρορραφή
- νευρόσπασμα
- νευρόσπαστο
- νευροτοξίνη
- νευροτροπισμός
- νευροφυσιολογία
- νευροφυτικός
- νευροχειρουργική
- νευροχειρουργός
- νευροψυχικός
- νευροψυχιατρική