νεώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
νεω- < ιωνικός: νηο- (ναο-) | |||||
ονομαστική | ὁ | νεώς | οἱ | νεῴ | |
γενική | τοῦ | νεώ | τῶν | νεών | |
δοτική | τῷ | νεῴ | τοῖς | νεῴς | |
αιτιατική | τὸν | νεών | τοὺς | νεώς | |
κλητική ὦ! | νεώς | νεῴ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | νεῴν | |||
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'νεώς' όπως «νεώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεώς αρσενικό
- αττικός τύπος του ναός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]νεώς θηλυκό
- αττικός τύπος του νηός, γενική ενικού του ναῦς
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νεώς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νεώς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αττικόκλιτα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά αττικόκλιτα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νεώς' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος - κλιτικοί τύποι
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)