νη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νη ουδέτερο άκλιτο

πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Μόριο[επεξεργασία]

νη

  • αχώριστο προθεματικό αρνητικό μόριο με την έννοια του άνευ, χωρίς (σαν το στερητικό ἀν- προ φωνήεντος)