νηλεής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
«νηλεές ἦμαρ», η μέρα του θανάτου
Επίθετο[επεξεργασία]
νηλεής, αρσενικό ή θηλυκό ουδέτερο -ές δοτ. και αιτ. νηλέϊ, νηλέα
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
αναφορές[επεξεργασία]
«νηλειής Ἀίδης ἤρπασε Καλλίμαχον» Λουκιανού επιγράμματα «Παίδα πενταέτηρον»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νηλεής