Μετάβαση στο περιεχόμενο

νημάτιο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νημάτιο τα νημάτια
      γενική του νηματίου
& νημάτιου
των νηματίων
    αιτιατική το νημάτιο τα νημάτια
     κλητική νημάτιο νημάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νημάτιο < νήμα, νηματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον < -ιο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /niˈma.ti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νημάτιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νημάτιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) πολύ λεπτό νήμα
     συνώνυμα: κλωστίτσα
  2. (ανατομία) απόληξη οργάνου που μοιάζει πολύ λεπτό νήμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη νήμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]