νηματουργία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηματουργία < μεσαιωνική ελληνική νηματουργία[1] [2] < νηματουργός < αρχαία ελληνική νῆμα + ἔργον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηματουργία θηλυκό
- η κατεργασία των κλωστικών υλών για κατασκευή νημάτων
- εργοστάσιο ή επιχείρηση κατασκευής νημάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η κατεργασία των κλωστικών υλών για κατασκευή νημάτων
εργοστάσιο ή επιχείρηση κατασκευής νημάτων
|
- ↑ νηματουργία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ νηματουργία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)