νηογνώμων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηογνώμων < αρχαία ελληνική νηο- (ναῦς) + γνώμων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηογνώμων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο γνώμων)