νηολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νηολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος νηολογώ
Μετοχή[επεξεργασία]
νηολογημένος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) που έχει νηολογηθεί ή μπορεί να νηολογηθεί, να γραφεί σε νηολόγιο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νηολογημένος