νηολογημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος νηολογώ
Μετοχή
[επεξεργασία]νηολογημένος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) που έχει νηολογηθεί ή μπορεί να νηολογηθεί, να γραφεί σε νηολόγιο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νηολογημένος