νηολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νηολόγιο τα νηολόγια
      γενική του νηολόγιου
νηολογίου
των νηολόγιων
νηολογίων
    αιτιατική το νηολόγιο τα νηολόγια
     κλητική νηολόγιο νηολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νηολόγιο < (καθαρεύουσα) νηολόγιον < νηο- + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νηολόγιο ουδέτερο

  • το επίσημο βιβλίο των κατά τόπους λιμεναρχείων που καταγράφονται τα πολιτικά πλοία και σκάφη που ανήκουν στο λιμάνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]