νηπενθές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηπενθές < γαλλική népènthes < λατινική nepenthes < αρχαία ελληνική νηπενθής (αντιδάνειο) < νη- + πένθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηπενθές ουδέτερο
(φυτό)
- γένος φυτών της οικογένειας των νηπενθιδών, της κλάσης των δικοτυλήδονων
- φυτό (εντομοφάγο) των τροπικών χωρών
- η μπουράτζα σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Πεδάνιο Διοσκουρίδη στις ομηρικές τους ερμηνείες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αιλουροειδές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)