νησιωτικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νησιωτικότητα οι νησιωτικότητες
      γενική της νησιωτικότητας των νησιωτικοτήτων
    αιτιατική τη νησιωτικότητα τις νησιωτικότητες
     κλητική νησιωτικότητα νησιωτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νησιωτικότητα < νησιωτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική insularity)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νησιωτικότητα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]