νησοπυριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό, εγχειρίδιο ή κείμενο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νησοπυριτικός < νήσ(ος) + -ο- + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
νησοπυριτικός, -ή, -ό,
- (ορυκτολογία) συνώνυμο του ορθοπυριτικός: ο σχετικός με χαρακτηριστική μορφή του πυρίτη → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- νησοπυριτικό ορυκτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νησοπυριτικός
|
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή σε λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)