νηστευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νηστευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νηστευτής αρσενικό
- Άνθρωπος που απέχει από συγκεκριμένα τρόφιμα κατά τις περίοδους που καθορίζει η Εκκλησία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νηστευτής
|