νηστεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νηστεύω < αρχαία ελληνική νηστεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
νηστεύω
- (γενική έννοια) δεν τρώω
- νηστεύω το κρέας
- (εκκλησιαστικός όρος) δεν τρώω ορισμένα φαγώσιμα σε μερικές προκαθορισμένες εποχές
- (αμετάβατο) δίνω σε κάποιον νηστίσιμα φαγητά
- νηστεύω τον γιο μου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νηστεύω
- δεν τρώω, μένω άσιτος