νηφάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νηφάλια < νηφάλιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
νηφάλια
- με ηρεμία και αταραξία
- με πνευματική διαύγεια και ευθυκρισία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νηφάλια
|