νηόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νηόμορφος, -η, -ο
- (λόγιο) που μοιάζει με καράβι, που έχει μορφή νηός
- Το 1879 αυστριακοί αρχαιολόγοι απέστειλαν στο Λούβρο τα κομμάτια της νηόμορφης βάσης τα οποία είχαν παραμείνει στον αρχαιολογικό χώρο. (*)