νικάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νικάω < νίκη και jω
Ρήμα[επεξεργασία]
νικάω - νικῶ (συνηρημένο)
- κερδίζω σε μάχη
- υπερισχύω σε γνώμη
- αποφασίζω, λαμβάνω απόφαση