νικήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νικήτρια | οι | νικήτριες |
γενική | της | νικήτριας | των | νικητριών |
αιτιατική | τη | νικήτρια | τις | νικήτριες |
κλητική | νικήτρια | νικήτριες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νικήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη νικητής