νικελίνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νικελίνης < νίκελ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νικελίνης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) ορυκτό του νικελίου
νικελίνης αρσενικό