νικιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νικιέμαι, παθητική φωνή του νικώ
Ρήμα
[επεξεργασία]νικιέμαι, πρτ.: νικιόμουν(α), στ.μέλλ.: θα νικηθώ, αόρ.: νικήθηκα, μτχ.π.π.: νικημένος
- με νικούν
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νικιέμαι | νικιόμουν(α) | θα νικιέμαι | να νικιέμαι | ||
β' ενικ. | νικιέσαι | νικιόσουν(α) | θα νικιέσαι | να νικιέσαι | ||
γ' ενικ. | νικιέται | νικιόταν(ε) | θα νικιέται | να νικιέται | ||
α' πληθ. | νικιόμαστε | νικιόμαστε νικιόμασταν |
θα νικιόμαστε | να νικιόμαστε | ||
β' πληθ. | νικιέστε | νικιόσαστε νικιόσασταν |
θα νικιέστε | να νικιέστε | νικιέστε | |
γ' πληθ. | νικιούνται | νικιόνταν(ε) νικιούνταν νικιόντουσαν |
θα νικιούνται | να νικιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νικήθηκα | θα νικηθώ | να νικηθώ | νικηθεί | ||
β' ενικ. | νικήθηκες | θα νικηθείς | να νικηθείς | νικήσου | ||
γ' ενικ. | νικήθηκε | θα νικηθεί | να νικηθεί | |||
α' πληθ. | νικηθήκαμε | θα νικηθούμε | να νικηθούμε | |||
β' πληθ. | νικηθήκατε | θα νικηθείτε | να νικηθείτε | νικηθείτε | ||
γ' πληθ. | νικήθηκαν νικηθήκαν(ε) |
θα νικηθούν(ε) | να νικηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νικηθεί | είχα νικηθεί | θα έχω νικηθεί | να έχω νικηθεί | νικημένος | |
β' ενικ. | έχεις νικηθεί | είχες νικηθεί | θα έχεις νικηθεί | να έχεις νικηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει νικηθεί | είχε νικηθεί | θα έχει νικηθεί | να έχει νικηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νικηθεί | είχαμε νικηθεί | θα έχουμε νικηθεί | να έχουμε νικηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε νικηθεί | είχατε νικηθεί | θα έχετε νικηθεί | να έχετε νικηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νικηθεί | είχαν νικηθεί | θα έχουν νικηθεί | να έχουν νικηθεί |